- μεταβίβασα
- μεταβιβάζωcarry overaor ind act 1st sg (homeric ionic)μεταβιβάζωcarry overaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταβιβάσασα — μεταβιβάσᾱσα , μεταβιβάζω carry over aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) μεταβιβάσᾱσα , μεταβιβάζω carry over aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβιβάζω — μεταβίβασα, μεταβιβάστηκα, μεταβιβασμένος 1. μεταφέρω, μετακομίζω κάτι από το ένα μέρος στο άλλο: Τα εμπορεύματα μεταβιβάστηκαν στο λιμάνι. 2. (νομ.), εκχωρώ δικαίωμά μου σε κάποιον άλλον: Μεταβίβασε την περιουσία του στα εγγόνια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταβιβάσας — μεταβιβά̱σᾱς , μεταβιβάζω carry over fut part act fem acc pl (doric) μεταβιβά̱σᾱς , μεταβιβάζω carry over fut part act fem gen sg (doric) μεταβιβά̱σᾱς , μεταβιβάζω carry over fut part act fem acc pl (attic doric) μεταβιβά̱σᾱς , μεταβιβάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβιβάζω — μεταβιβάζω, μεταβίβασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: μεταβιβάζω : σε επίσημο ύφος λόγου απαντάται και η άτονη εσωτερική αύξηση (μετεβίβαζα, μετεβίβασα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής